Τετάρτη 21 Απριλίου 2021

Ο Ρήγας ως βούληση και ως παράσταση

 Στέλιος Ράμφος: Ο Ρήγας ως βούληση και ως παράσταση

Ο Ρήγας πρώτος συνέλαβε την ιδέα της απελευθερώσεως του γένους και τη δημιουργία ανεξάρτητου ελληνικού κράτους με πολιτικά κριτήρια. Προσπαθούσε να τη μεταδώσει και να την κάνει πράξη απευθυνόμενος στον λαό με τη γλώσσα του συναισθήματος και συνδύαζε το απελευθερωτικό μήνυμα με θέματα που δυνάμωναν τις ελπίδες των Ρωμιών για απολύτρωση. Καταλάβαινε πως χωρίς έκλυση εσωτερικής ενέργειας, ο απλός άνθρωπος δεν γινόταν να εξεγερθεί και να διακινδυνεύσει την ύπαρξή του. Και ο ίδιος άλλωστε δεν υστερούσε σε συναίσθημα, μολονότι το συνδύαζε με τον λόγο.
 
Από το 1790 προσπαθούσε να μεταφέρει τις ιδέες του γαλλικού Διαφωτισμού εκλαϊκευτικά προς τους Ελληνες και τους ελληνομαθείς των Βαλκανίων. Εξέδωσε το «Φυσικής Απάνθισμα», μεταφράσεις γαλλικών και γερμανικών κειμένων εναντίον των δεισιδαιμονικών προλήψεων και υπέρ του κριτικού ελέγχου. Τον ίδιο χρόνο δημοσίευσε το «Σχολείον των ντελικάτων εραστών», δική του διασκευή διηγημάτων του Ντε λα Μπρετόν, όπου συσχετίζει τον φωτισμένο νου με την υπέρβαση των κοινωνικών ηθών της παραδόσεως. Η εθνική απελευθέρωση εδώ σήμαινε και απελευθέρωση από αναχρονιστικές συμβάσεις.
 
Ακολουθεί, το 1797, ο «Ηθικός Τρίπους», με έμμετρες δικές του διασκευές της «Βοσκοπούλας των Αλπεων» του Μαρμοντέλι και των «Ολυμπίων» του Μεταστασίου, με στόχο πάλι την ηθική ελευθερία του ανθρώπου. Τον ίδιο χρόνο μεταφράζει, μαζί με τον Γ. Βεντότη, τον τέταρτο τόμο της «Περιηγήσεως του νέου Αναχάρσιδος εις την Ελλάδα», ο οποίος αναφέρεται στην πατρίδα του, τη Θεσσαλία. Η γνωριμία του Νεοέλληνα με τους μεγάλους προγόνους ήταν αδύνατον να μείνει εκτός των σχεδιασμών του Ρήγα. Ετσι δεν έχασε την ευκαιρία να συνυφάνει την αφήγηση του συγγραφέως των «Περιηγήσεων», αββά Βαρθολομαίου, με την οδυνηρή πραγματικότητα της Τουρκοκρατίας και να διασταυρώσει την υπόθεση της απελευθερώσεως των Ελλήνων με τα ενδιαφέροντα του ευρωπαϊκού κλασικισμού.
 
Καθώς όμως η περιδιάβαση του Ανάχαρσι ζητούσε και εποπτική της αποτύπωσης, ο Ρήγας σχεδίασε και δημοσίευσε, επίσης το 1797, τη «Χάρτα της Ελλάδος». Εκεί, μαζί με την απεικόνιση της περιοχής νοτίως του Δουνάβεως, των νήσων του Αιγαίου και της δυτικής Μικράς Ασίας, περιέγραφε το μεγαλείο της ελληνικής αρχαιότητας, επιμένοντας στις νίκες εναντίον των Περσών, τονίζοντας την ιστορική συνέχεια του αρχαίου με τον νέο ελληνισμό και αναδεικνύοντας τις δυνατότητες πολιτικής αλλαγής, με δεδομένη την παρακμή της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Δεν θα ήταν αθέμιτο να μιλήσει κανείς για την πρώτη τυπογραφική αποτύπωση της Μεγάλης Ιδέας και να επισημάνει πως ο μετά μισόν αιώνα εισηγητής της Ιωάννης Κωλέττης μνημόνευε τον Ρήγα, μιλώντας για το δικό του πολιτικό όραμα.
 
Την ίδια πάντα χρονιά, ο Ρήγας έδωσε πολιτική μορφή στο σχέδιό του, με την «Νέαν πολιτικήν διοίκησιν των κατοίκων της Ρούμελης, τη Μικράς Ασίας, των Μεσογείων νήσων και της Βλαχομπογδανίας». Το έργο περιλαμβάνει την Επαναστατικήν Προκήρυξιν, την Διακήρυξιν των Δικαίων του ανθρώπου, το Σύνταγμα και τον Θούριο. Στο προοίμιο του Συντάγματος βρίσκουμε την πιο γλαφυρή διακήρυξη του πιστεύω του.
 
Υπόβαθρο του κοινωνικού του συστήματος, ο Ρήγας έθετε το φυσικό δικαίωμα της ισότητος και την ελευθερία θρησκευτικών πεποιθήσεων, γλωσσικής εκφράσεως, φυλετικής και εθνικής καταγωγής. Ο νόμος βρίσκεται υπεράνω φτωχών και πλουσίων, οι κοινωνικές ιεραρχίες απορρίπτονται, ιδρύονται δημόσια σχολεία παντού και για τα δύο φύλα, με ιδιαίτερη μέριμνα της μητρικής γλώσσας. Πολιτικά ο Ρήγας κινείται πέρα της φιλελεύθερης αρχής της διακρίσεως των εξουσιών και είναι χαρακτηριστικό πως μεταφράζει το ριζοσπαστικό γαλλικό σύνταγμα του 1793, όχι τη μετά δύο χρόνια μετριοπαθή του τροποποίηση. Η εκτελεστική εξουσία εξαρτάται από το νομοθετικό σώμα κι αυτό με τη σειρά του υπόκειται στη λαϊκή βούληση, η οποία εκφράζεται με τοπικές συνελεύσεις και εκλογές. Ο λαός είναι «αυτοκράτωρ», τουτέστιν κυρίαρχος, και η εξουσία του φθάνει μέχρι του δικαιώματος να επαναστατήσει, εφόσον απειλείται η ελευθερία του.
 
Ο Ρήγας ήταν άνθρωπος ενθουσιώδης, ανυπόμονος και ονειροπόλος. Θα έλεγε κανείς ότι προέβαλε τον ψυχικό του κόσμο στα εξωτερικά γεγονότα. Εξ ου και η ατυχής συγκυρία που επέφερε τη σύλληψη και τη θανάτωσή του αρκούσε ώστε να εξανεμιστούν όσα σχεδίαζε. Δεν έχω κατά νου, τα περί επαναστάσεως στη Μάνη και την εικαζομένη συνδρομή του Ναπολέοντος  – αυτά ανήκουν στη σφαίρα των επιθυμιών και των αγαθών προθέσεων. Αναφέρομαι σε κάτι συγκεκριμένο: καλούσε χριστιανούς και Τούρκους να ενωθούν εναντίον της σουλτανικής καταπιέσεως, χωρίς να διανοείται πως τους ζητούσε το αδιανόητο. Το πράγμα μού θυμίζει κάποια ομάδα της άκρας Αριστεράς, η οποία, στη γερμανική κατοχή, αντί να σκέπτεται την αντίσταση, καλούσε τους Ελληνες, εν ονόματι του «επαναστατικού ντεφαιτισμού», να ενωθούν με τους Γερμανούς στρατιώτες, σε μια προοπτική ανατροπής του ναζισμού, καταπαύσεως του πολέμου και πανευρωπαϊκής σοσιαλιστικής αλλαγής!
 
Ηδη, το 1834, ο Ιωάννης Φιλήμων, στο δοκίμιό του για τη Φιλική Εταιρεία, αναρωτιέται για τις ικανότητες του Ρήγα. Τιμά την προσπάθεια που κατέβαλε, αναγνωρίζει πως «η δόξα της μεταβολής του 1821 ανήκει κατά μέγα μέρος εις τούτον», αλλά αμφιβάλλει για το ηγετικό του χάρισμα. Κατά την εκτίμησή του είναι «μεγαλόφρων και επιχειρηματίας, αλλ’ όχι τόσον σκεπτικός και κρυψίνους· κάτοχος γνώσεων πολλών και ζωηρός εις το πνεύμα, αλλ’ επιπόλαιος εξεταστής των πραγμάτων και μάλλον της καταστάσεως του έθνους του: ο Ρήγας φαίνεται μάλλον ο Ανθρωπος και όχι ο αρχηγός». Λίγες σελίδες πιο κάτω θα προσθέσει: «Ηθέλησεν ίσως ν’ αφιερωθεί όλως διόλλου εις μέτρα δραστήρια και εις ελπίδας εξωτερικάς διά την ελευθερίαν της πατρίδος του. Θέλομεν δε ίδει αντικείμενας εις τούτο τας αρχάς του Συστήματος των Φιλικών, ως θεμελιουμένας εις ελπίδας εσωτερικάς και εις την μοναδικήν κίνησιν των όπλων της Ελλάδος».
 
Ο Ρήγας υποδαύλισε, όσο κανείς άλλος στα χρόνια του, την προσδοκία της απελευθερώσεως και τη συνδύασε με κοινωνικό μετασχηματισμό και ηθική ανάπλαση του ανθρώπου. Μετέφραζε τις ιδέες του «ποιητικά» («έγραφε τροπάρια άλλοσθε», κατά τον Κολοκοτρώνη), με σκοπό να τις προσλάβουν όσοι δεν είχαν παραστάσεις να υποδεχθούν το πνεύμα του Διαφωτισμού – οι απλοί άνθρωποι και ιδίως οι Κλέφτες. Σ’ εκείνους απηύθυνε τους πρώτους στίχους του «ορμητικού» του τραγουδιού, του Θούριου, προτρέποντάς τους να εξεγερθούν.
 
Ποιοι άλλοι ζούσαν στα στενά μονάχοι σαν λιοντάρια, στις ράχες στα βουνά; Οι αποδέκτες στην αρχή τραγουδούσαν απλώς τον Θούριο, σιγά σιγά όμως το τραγούδι περνούσε στις ψυχές σαν εσωτερικό αντίγραφο στη θλίψη τους.
 
Ομως η Ελλάδα δεν ήταν αυτό που νόμιζε – πολύ περισσότερο οι Αρματολοί και οι Κλέφτες. Τα έπλαθε όλα μέσα του σαν σε όνειρο και τον κρατούσε αυτό που επιθυμούσε. Απευθυνόταν σε υποταγμένους χωρικούς και σε ανυπότακτους ορεσίβιους, διεκδικώντας τη συναισθηματική και λοιπή καθοδήγηση στον ξεσηκωμό τους. Η εμβατηριώδης ιδιοσυγκρασία του ισοπέδωνε κάθε πολιτισμική ιδιαιτερότητα και ο ανυπόμονος ενθουσιασμός του παρέβλεπε τους διεθνείς γεωπολιτικούς συσχετισμούς, ενώ του έλειψε ο χρόνος για να κατανοήσει τη βαρύτητα των διεθνών συγκυριών και να μετακινηθεί έτσι από την προνεωτερική ανιστορική πίστη στη νεωτερική ιστορική συνείδηση. Εφυγε απολύτως βέβαιος για την ευτυχή έκβαση των σχεδίων του. Πίστευε, άρα ήξερε!
 
Οπως κι αν έχουν τα πράγματα, ό,τι κι αν πρέσβευε ως υπέρμαχος του Διαφωτισμού και γιακωβινικής κοπής δημοκρατίας, ο Ρήγας αξίζει τη θέση που του δόθηκε στο πάνθεον των ηρώων της Παλιγγενεσίας. Με τον τρόπο του και τον μαρτυρικό του θάνατο, τόνωσε και εξύψωσε το πολεμικό αίσθημα των Ελλήνων, τους φιλοτίμησε εθνικά στην απόφαση να επαναστατήσουν ακόμη και με τίμημα τη ζωή τους. Επομένως έχει ξεχωριστή σημασία να παρακολουθήσουμε τη μεταθανάτιο αναγνώριση του Ρήγα ως συμβόλου της εθνεγερσίας, σε μια κοινωνία εντελώς διαφορετική από εκείνη που ο ίδιος φανταζόταν. Θέλω να πω: κοινωνία με ανθεκτικά αρχαϊκά κοιτάσματα, όπου ρίζωναν και ριζώνουν ακόμη εν πολλοίς οι ψυχικές ανάγκες και ο ανορθολογισμός των Νεοελλήνων. Εκεί αποφασίσθηκε η μοίρα του συμβολικού Ρήγα. Καθώς χρειάζονταν, οπωσδήποτε, οι πρόγονοί μας τη θεία επίγνωση για να προκόψουν στην ανεξάρτητή τους ύπαρξη, συνδύασαν στο φαντασιακό τους τον απόστολο της αληθείας με τη θυσία του και προσέφεραν τον Ρήγα ως φωτοδότη μάρτυρα στις επερχόμενες γενεές.
 
Ενδεικτική της πιεστικής παρουσίας του προνεωτερικού στον πολιτισμό μας είναι η διαχείριση του συμβολικού Ρήγα. Ακολουθήσαμε κι εδώ τη στρατηγική της μετατροπής του σε μνημείο του παρελθόντος, προκειμένου να αποφευχθεί η εκβολή του στο μέλλον. Μεταβάλαμε, κατά την παράδοση, τον συμβολισμό του σε στερεότυπο επαναλαμβανόμενο στην παιδεία και στους εορτασμούς μας τελετουργικά. Μέσω της επαναλήψεως ο τελετουργισμός καλλιεργεί λογικές με περιεχόμενο την αέναη επιβεβαίωση ορισμένης «αλήθειας», ανεξαρτήτως πραγματικότητος. Συντηρεί έτσι νοοτροπίες, οι οποίες επιβάλλουν τις μονόχνοτες πεποιθήσεις τους στη ζωή, για να την κρατούν απολίθωμα με κύρος αιωνίου. 

Ως νοοτροπία το τυποτελετουργικό απλώνεται δυνητικά όπου ταξιδεύει η σκέψη. Υπ’ αυτό το πρίσμα, η καθιερωμένη σημασία του έργου και της θυσίας του Ρήγα δεν είναι ταυτόσημη με το ίδιο το έργο και τη θυσία του. Το τυπο-σύμβολο του φωτοδότη μάρτυρα απορροφά τη ζωντάνια του ανθρώπου Βελεστινλή, ενώ η ζωντάνια του θα έπρεπε να περισσεύει από το τυπικό και να το ξεχειλίζει. Διά του επαναλαμβανόμενου τυποτελετουργικού, το παρελθόν τείνει ακριβώς να επιβάλει τον μονοσήμαντο συμβολισμό του στο παρόν και στο μέλλον.
 
Ο Ρήγας έδωσε το παν για την ελευθερία των Ελλήνων, αλλά τη θέση του πολυδύναμου ιστορικού συμβόλου του κατέλαβε ένα λιπόσαρκο ανιστορικό σύμβολο. Το κήρυγμά του και η θυσία του άδειασαν από το περιεχόμενο των ιδεών του. Αντί ο συμβολισμός τους να μορφοποιεί την πνευματική υπόσταση του ανδρός, την περιτύλιξε με την αχλύ του μύθου, για να την παραδώσει εν συνεχεία σαν στερεότυπο στο πρόσφορο τελετουργικό. Δεν υπαινίσσομαι συνωμοσία εναντίον της μνήμης του προσώπου του, με διαστρεβλώσεις και συγκαλύψεις παραπλανητικές. Λέω πως εξαιτίας των προνεωτερικών στοιχείων της νοοτροπίας μας, μια πηγή εμπνεύσεως κατήντησε τύπος πλήξεως.
 
Η τελετουργία επιτελεί, με τον τρόπο της, έργο συνεκτικό στα πλαίσια μιας κοινότητος. Είναι σημείο και παράγων της ταυτότητος των ανθρώπων της. Αυτή την περίκλειστη ενότητα υπηρετεί, ενώ η συνοχή της δοκιμάζεται όταν εκδηλώνεται στους κόλπους της πολυφωνία, οπότε ζητείται επανορθωτική ενέργεια. Την επιφέρει αγχολυτικά η αποκατάσταση της μονοφωνίας. Οπως η αγωνία έχει συμβολική την προέλευση, έτσι καταπραΰνεται στη σφαίρα της τελετουργίας. Αντίθετα, η συνοχή της νεώτερης κοινωνίας δοκιμάζεται όταν φθίνει το νόημα της ζωής, ενώ η διαταραχή αποκαθίσταται μόλις αυτό ανανεωθεί. Στον σύγχρονο κόσμο, την κοινωνική συνοχή εγγυώνται οι κρατικοί θεσμοί, ανεξαρτήτως διαφορών θρησκευτικής πίστεως, χρώματος, φύλου, βάσει της ισονομίας και της ελευθερίας των πολιτών. Εδώ ο τελετουργικός χρόνος περιχωρείται στη ροή του γίγνεσθαι, αντί να βρίσκεται μονίμως σε προστριβές μαζί του και με την ιστορικότητα.
 
Η κατάσταση ωστόσο επιβαρύνεται όταν το τελετουργικό χάνει την αυτοσυνείδηση και ανάγει την παράστασή του σε αλήθεια. Τότε επιμένει τυραννικά να προσαρμόζει τα πάντα στον τύπο του, θέλει η επιβίωσή του να προέχει και αυτής της ανθρώπινης υπάρξεως, οπότε τρώει αδίστακτα τα παιδιά του. Το πράγμα μού φέρνει συνειρμικά στον νου εκείνη την πανάρχαια τελετουργία, όπου εις υγείαν και μακροημέρευση του πραγματικού βασιλιά, η φυλή θανάτωνε κατά τακτά διαστήματα ένα ψευδοβασιλέα. Εν προκειμένω ψευδοβασιλιάς θα μπορούσε μεταφορικά να είναι ο συμβολικός Ρήγας και πραγματικός βασιλέας η αποπετρωμένη παράδοση. (ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ)
 
* Ο κ. Στέλιος Ράμφος είναι συγγραφέας. 

 

Δευτέρα 12 Απριλίου 2021

Αινιγματικές αντιφάσεις

 Ο χρόνος τρέχει, η επέτειος (διακόσια χρόνια από την επανάσταση του 1821) θα λήξει με κάποιες ακόμα «εκδηλώσεις» – η λέξη σε εισαγωγικά για να δηλώσει το ανόητο κυνηγητό εντυπωσιασμού. Οι εορτασμοί συνήθως ευκολύνουν την αποφυγή ερωτημάτων, το έμφοβο γάντζωμα στα «συμφωνημένα αυτονόητα». Κανένας δεν γιορτάζει στους θεσμοποιημένους «εορτασμούς», παθητικά μόνο εισπράττουμε εντυπώσεις. Οργανωτικούς υπεύθυνους των «εορτασμών» ορίζει το κράτος, κατά κανόνα, κάποιους επιδέξιους τεχνολόγους του εντυπωσιασμού. Μην περιμένουμε κάτι καλύτερο.

«Γιορτάζουμε» τα διακόσια χρόνια από την «εθνεγερσία», όπως τη λέμε: την απελευθέρωσή μας από τυραννική σκλαβιά που κράτησε τριακόσια εξήντα οχτώ (368) χρόνια. Ο εορτασμός δεν προβλέπει ερωτήματα, προβληματισμούς – κανένας δεν ρωτάει (δεν ενδιαφέρεται να μάθει) τι ακριβώς γιορτάζουμε και ποιο το συλλογικό μας υποκείμενο που γιορτάζει. Ποιο «εμείς» παρέμεινε το ίδιο τόσους αιώνες – ποιοι ήταν εκείνοι που σκλαβώθηκαν το 1453, ποιοι αυτοί που επαναστάτησαν το 1821 και ποιοι εμείς, σήμερα, που πανηγυρίζουμε, με επίσημους καλεσμένους μας, την επέτειο; Ποια κοινά γνωρίσματα μας επιτρέπουν να λέμε «εμείς» και για τις τρεις αυτές διαφορετικές στιγμές και περιπτώσεις; 

Σίγουρα το κοινό δεδομένο δεν είναι η φυλή. Χιλιόχρονη η αυτοκρατορία της Νέας Ρώμης – Κωνσταντινούπολης, που αλώθηκε το 1453 από τους Οθωμανούς Τούρκους, είχε κοινή γλώσσα την ελληνική, άξονα κοινωνικής συνοχής την Ορθόδοξη Χριστιανική Εκκλησία, και ήταν σαφέστατα πολυεθνική και πολυφυλετική. Οι πληθυσμοί που εξεγέρθηκαν το 1821, από τη Μολδοβλαχία ώς την Κρήτη, επίσης δεν είχαν φυλετική – εθνική ομοιογένεια, είχαν όμως την ίδια «πίστη» (ίδιο εμπειρικό «νόημα» της ύπαρξης και των σχέσεων κοινωνίας της ύπαρξης), όπως και την ίδια γλώσσα.

Με το βιωματικό – εμπειρικό φορτίο που κομίζουν οι λέξεις, θα ήταν ακριβέστερο να πούμε ότι, σε όλους αυτούς τους αιώνες, από το 1453 ώς το 1821, οι λέξεις Ελληνισμός – Ελληνας – ελληνικότητα δήλωναν έναν «πολιτισμό», πολυεθνικό, πολυφυλεκτικό – δύσκολα θα λέγαμε και πολύγλωσσο, επειδή το βιωματικό αντίκρισμα των λέξεων που παραπέμπουν στον τρόπο ή πολιτισμό των Ελλήνων, δεν μεταβιβάζεται με μόνη την κατανόηση των σημαινόντων, απαιτείται και η εμπειρική σχέση, η κοινωνούμενη μετοχή στα σημαινόμενα. Π.χ., τα σημαινόμενα των λέξεων λόγος, αλήθεια, σχέση, κοινωνία, πόλις δεν συμπίπτουν ούτε κατελάχιστο με τις λέξεις ratio, veritas, relatio, societas, urbs. Ο παράγων, που μέσα στην Ιστορία διαφοροποιεί τους πολιτισμούς (νοο-τροπίες και πρακτικές βίου), είναι η βιωματικά (από τους πολλούς) αφομοιωμένη αιτιολόγηση και σκοποθεσία της ύπαρξης και των υπαρκτών.

Ποια είναι η αιτία και ποιος ο σκοπός της ύπαρξης και των υπαρκτών δεν το πληροφορούμαστε από κάποια επιστήμη, θρησκεία ή ιδεολογία. Το ίδιο όπως και τη μητρική αγάπη, την πατρική ευθύνη, τον έρωτα, την «αίσθηση» της πατρίδας, δεν τα γνωρίζουμε επειδή κάποιος μας τα δίδαξε, η γνώση, όση και όποια έχουμε γι’ αυτά, «γεννήθηκε» μέσα μας από την εμπειρία, «ανεπαισθήτως». Προέκυψε η γνώση από τις σχέσεις μας με τα πραγματικά δεδομένα της ζωής μας, σχέσεις πετυχημένες ή ανεπαρκείς, ελλειμματικές, πάντως από σχέσεις, όχι από διδασκαλία, ή από το «κύρος» κάποιας αυθεντίας.

Η αφετηριακή και θεμελιώδης διαφορά του πολιτισμού των Ελλήνων από τον πολιτισμό που «γέννησαν» οι βαρβαρικοί πληθυσμοί των εισβολέων (από τον 4ο έως και τον 6ο μ.Χ. αιώνα) στην ευρωπαϊκή Δύση, θα μπορούσε να συνοψιστεί σε μία, ίσως, πιστοποίηση: Τα βαρβαρικά φύλα ταύτισαν τη γνώση με την ατομική κατανόηση (cogito ergo sum), οι Ελληνες (από την εποχή του Ηράκλειτου) ταύτιζαν τη γνώση με την ενεργό μετοχή στην εμπειρία της σχέσης. Ας υπήρχε ένας, έστω και μόνο ένας από τους επαγγελματίες της εξουσίας στην Ελλάδα σήμερα, που να καταλαβαίνει (όχι να νομίζει ότι καταλαβαίνει) τη διαφορά του πολιτισμού των Ελλήνων (προϊόντος του αθλήματος της «πόλεως») από τον εφιάλτη του ατομοκεντρισμού των «δικαιωμάτων» στις μέρες μας.

Οι μήνες περνούν ταχύτατα, η χρονιά της επετείου (διακόσια χρόνια από την επανάσταση του 1821) θα λήξει με κάποιες ακόμα καλοπληρωμένες «εκδηλώσεις» της κωμικοτραγικής άγνοιας που ενέπνευσε τον όλο «εορτασμό». Αν μεταξύ των αναγνωστών αυτής εδώ της επιφυλλίδας υπάρχουν κάποιοι «συλλέκτες» ιστορικών τεκμηρίων, εν προκειμένω της ακάθεκτης αυτοκαταστροφικής μανίας του σημερινού Ελληνισμού, ας αποκτήσουν το βιβλίο Ιστορίας της Πέμπτης Τάξης του Δημοτικού Σχολείου. Τίτλος: «Ιστορία στα βυζαντινά χρόνια». Το βιβλίο δεν τολμάει την παραμικρή σύνδεση του «Βυζαντίου» και των «Βυζαντινών» με τους Ελληνες και τον πολιτισμό των Ελλήνων. Αγνοεί ότι η πολιτειακή πραγματικότητα της ελληνορωμαϊκής «Οικουμένης» ονομάζεται για πρώτη φορά «Βυζάντιο» το 1557, από τον Ιερώνυμο Wolf, απόγειο της οργανωμένης προπαγάνδας που είχε μετονομάσει και τους Ελληνες σε «Γραικούς» (περιφρονητικά «εξωμότες»). Οι βαρβαρικοί έποικοι στη Δυτική Ευρώπη ονόμαζαν «Ελληνες» μόνο τον π.Χ. Ελληνισμό!

Εξαγοραστήκαμε φτηνιάρικα, με εθελοδουλεία έσχατης αδιαντροπιάς, χωρίς το ελάχιστο κατάλοιπο αξιοπρέπειας, χωρίς ίχνος τόσων αιώνων αρχοντιάς. Τουλάχιστον ας μας έδινε την παρηγοριά ο πρωθυπουργός να θυσιάσει ελάχιστο χρόνο ενδιαφέροντος για την ιστορική συνείδηση των παιδιών της Πέμπτης Δημοτικού. Χρήστος Γιανναράς , 11.04.2021, ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ

 

Κυριακή 11 Απριλίου 2021

Λαυρεωτική: 125 χρόνια από την απεργία στα μεταλλεία

 

Λαυρεωτική: 125 χρόνια από την απεργία στα μεταλλεία -Ο Ιταλός επιχειρηματίας που πλούτισε στην πλάτη των ντόπιων

Γενιές και όνειρα που «γέννησε» και «έπνιξε» η λαυρεωτική γη 125 χρόνια μετά την πρώτη απεργία.

«ΒΑΣΙΛΙΣΣΑ: Πλοῦτος ἐξαρκὴς δόμοις; (Μην έχουν άφθονο στα σπίτια βιος;)

ΧΟΡΟΣ: ἀργύρου πηγή τις αὐτοῖς ἐστι, θησαυρὸς χθονός» (Μια ασημένια φλέβα στα σπλάχνα της γης έχουν θησαυρό).

Είναι το δίστιχο 237-238 των «Περσών» του Αισχύλου. Η μητέρα του Ξέρξη αναζητεί στον ενδεχόμενο πλούτο των Ελλήνων τον λόγο τής συντριβής του στρατού του γιου της, για να πάρει ως απάντηση ότι τον μόνο πλούτο που διαθέτουν οι νικητές είναι μια φλέβα ασημιού στα σπλάχνα της γης τους.

Η πρώτη ιστορική αναφορά στο Λαύριο

Είναι η πρώτη αναφορά στο υπέδαφος της λαυρεωτικής γης, όπου μία δεκαετία πριν, το 483/2 π.Χ., έχει ανακαλυφθεί φλέβα αργύρου. Τα μεταλλεία ανήκουν στην αθηναϊκή πολιτεία. Ένα ποσοστό των εσόδων αφιερώνεται στους θεούς («δεκάτη») και ένα μεγάλο μέρος μοιράζεται στους πολίτες. Η νέα φλέβα αποδίδει στην πόλη 100 τάλαντα, αλλά αντί για τη συνήθη πρακτική, ο Θεμιστοκλής αντιπροτείνει, η πόλη να δανείσει από ένα τάλαντο σε 100 πλούσιους πολίτες, προκειμένου να ναυπηγήσουν από μία τριήρη, προσθέτοντας ένα ακόμα τάλαντο από τα δικά τους εισοδήματα. Η Εκκλησία του Δήμου κάνει την πρόταση αποδεκτή. Στα επόμενα τρία χρόνια ναυπηγούνται 100 νέες τριήρεις. Παραμονές της εκστρατείας του Ξέρξη (480 π.Χ.), η Αθήνα αριθμώντας 200 πλοία είναι πλέον η μεγαλύτερη ναυτική δύναμη της Ελλάδας, ανώτερη ακόμα και από την Κόρινθο και την Αίγινα, πόλεις που διαθέτουν παραδοσιακά το προβάδισμα. Η ελληνική συμπολιτεία κατατροπώνει τους Πέρσες.

Κι έτσι, ο θησαυρός της λαυρεωτικής γης όχι μόνον έχει συντελέσει καθοριστικά στη νίκη του ελληνικού στόλου στη Σαλαμίνα, αλλά -ως αποδεικνύεται- έχει αξιολογηθεί σοφά ως πυλώνας στη ναυτική υποδομή των πόλεων της ελληνικής συμμαχίας.

Η «φλέβα» του Λαυρίου

Αυτή η φλέβα του Λαυρίου, που αποτελεί το βασικό κεφάλαιο για την ναυτική υποδομή της Ελλάδας, θα παραμείνει για αιώνες ολόκληρους τροφοδότης της χώρας. Ωστόσο, τα χρονικά καταμαρτυρούν ότι στο πέρασμα αυτών των αιώνων, το έδαφος του Λαυρίου δεν υπήρξε ακριβό μόνο σε μετάλλευμα… Είναι ποτισμένο με αίμα και ιδρώτα απροσδιόριστου αριθμού σκλάβων από την αρχαιότητα ίσαμε τη νεότερη ελληνική ιστορία. Εδώ, σε τούτη την εσχατιά της αττικής γης, γεννήθηκαν και ανατράφηκαν γενιές και γενιές ανθρώπων με φυσική θαρρείς προέκταση του χεριού τους ένα φτυάρι, ένα καλέμι, έναν κασμά… Εδώ, άνθρωποι νόσησαν βαριά, σακατεύτηκαν δια βίου, άφησαν την τελευταία τους πνοή… Εδώ, στη λαυρεωτική γη, σαν σήμερα πριν από 125 χρόνια, άναψε το φυτίλι ενός απεργιακού αγώνα, που έμελε να γίνει το κεφαλόσκαλο στην κατοπινή μακριά κλίμακα του ελληνικού εργατικού κινήματος.

Αλλά, ας πάρουμε την ιστορία από την αρχή…

Ο Αισχύλος για το Λαύριο

Εκείνη η πρώτη φλέβα ασημιού, που αναφέρει ο Αισχύλος, αποδεικνύεται ανεξάντλητη. Το πλούσιο υπέδαφος της λαυρεωτικής γης θα τροφοδοτεί για αιώνες μετά (η ιστορία καταμαρτυρεί εκμετάλλευση 5.000 ετών!) την Ελλάδα. Νομίσματα, κτερίσματα, σκεύη θα κατασκευάζονται από το μετάλλευμα των ορυχείων του Λαυρίου. Υπολογίζεται ότι από τον 7ο αι. π.Χ. έως και τον 1ο, η γη εκεί στο άκρο του αττικού λεκανοπέδιου δίνει συνολικά 3.500 τόνους ασήμι και 1.400.000 τόνους μόλυβδο. Έκρηξη παραγωγής μεταλλεύματος, και δη αργύρου, καταγράφεται κατά την κλασική εποχή με μέση ετήσια παραγωγή 30 τόνους.

Αλλά τόσο η ανακάλυψη πολύτιμων μετάλλων και σε άλλες περιοχές της ελληνικής επικράτειας όσο και ο μαρασμός στο οποίο για πολλά χρόνια πέφτει η αθηναϊκή πολιτεία, μετά τη συντριβή στον Πελοποννησιακό Πόλεμο, οδηγούν τα ορυχεία του Λαυρίου σε παρακμή. Τον 2ο πια αι. μ.Χ. οι εξορυκτικές δραστηριότητες στο Λαύριο διακόπτονται ολοσχερώς. Η υπεράντληση μεταλλεύματος οδηγεί σε όλο και βαθύτερες στοές, όπου πλέον το νερό γίνεται σύνηθες εύρημα και δεν ευνοεί διόλου τη διαδικασία εξόρυξης. Επιπλέον, οι Ρωμαίοι έχουν ρίξει την προσοχή τους σε άλλα, «ευκολότερα» και πλουσιότερα ορυχεία, σε Ισπανία και Σαρδηνία, οπότε απαξιώνουν εντελώς τη λαυρεωτική γη, η οποία από εκεί που κατέχει τα πρωτεία στην παραγωγή, βρίσκεται να τρέχει ασθμαίνοντας πίσω από άλλες χώρες.

Κι εδώ η ιστορία των λαυρεωτικών μεταλλείων χάνεται… Το γεγονός οδηγεί τους μελετητές στην εκτίμηση ότι ένα λουκέτο σφράγισε την όποια εξορυκτική δραστηριότητα για πολλές δεκαετίες πριν την έλευση των Οθωμανών. Αλλά και τότε τίποτε δεν αλλάζει. Για αιώνες, το πολύτιμο υλικό της γης, στα ριζά του Σουνίου, μένει αναξιοποίητο στα σπλάχνα της. Το ελληνικό έδαφος δέχεται τη λαίλαπα του οθωμανικού ζυγού και το Λαύριο δεν είναι παρά ένας έρημος κακοτράχαλος τόπος στην άκρη του πουθενά, με ιστορία αδιάφορη ή μάλλον άγνωστη στους κατακτητές. Το χρήμα κυκλοφορεί άφθονο στην αυτοκρατορία, αλλά δεν παράγεται εδώ. Από την Ελλάδα είναι περαστικό.

Η εποχή των μεταλλείων Λαυρίου

Αυτόν τον παλαιό πλούτο της γης του Λαυρίου εμφανίζεται στα τέλη του 19ου αι. να «τρυγήσει» εκ νέου ένας δαιμόνιος και αδίστακτος Ιταλός επιχειρηματίας, ο Τζιανμπατίστα Σερπιέρι. Ακολουθώντας κατά βήμα τη δραστηριότητα του πατέρα του, τόσο στην ενασχόληση με την πολιτική, όσο και με τις μεταλλευτικές εξορύξεις, ο Τζιοβάννι Μπατίστα έχει εκπαιδευτεί μέσα στα μεγάλα σαλόνια να πιάνει τις ευκαιρίες με τις… ευαίσθητες κεραίες του. Κατά μία εκδοχή, για την πλούσια λαυρεωτική γη πληροφορήθηκε σε ένα από αυτά τα σαλόνια από τον σπουδαίο Έλληνα της διασποράς, μεταλλειολόγο Ανδρέα Κορδέλλα, ο οποίος είχε επισκεφθεί το Λαύριο και είχε ήδη συντάξει μια εξαιρετικά ελκυστική μελέτη «περί ανατήξεως σκουριών και επεξεργασίας εκβολάδων» (εκ νέου λιώσιμο των περιττωμάτων μετάλλων και επεξεργασία απορριμμάτων μεταλλουργικών εργασιών). Κατά μία δεύτερη εκδοχή, καθώς ο Ιταλός περιδιάβαζε σε ερημική παραλία του Κάλιαρι, πρόσεξε ένα πλοίο που άδειαζε τη σαβούρα του. Διαπιστώνοντας ότι η «σαβούρα» ήταν πλούσια σε αργυρούχο μόλυβδο, ρώτησε τον καπετάνιο από πού την είχε φορτώσει και εκείνος του απάντησε «κάτω από τις καβοκολώνες της Ελλάδας» (Σούνιο).

Σημασία έχει πως με τον έναν ή με τον άλλον τρόπο, ο Σερπιέρι πληροφορείται για τον πλούτο της λαυρεωτικής γης και σύντομα ξεφορτώνεται αρχικά στο Σούνιο κι έπειτα στο λιμάνι του έρημου Λαυρίου, κάνει τις μελέτες του και διαπιστώνει το ακριβό εύρημα. «Ο Ιταλός αυτός Σερπιέρης, ευφυής και έντεχνος κερδοσκόπος, φαίνεται ως πρόσωπον μυθιστορικόν κατά τας τότε κυκλοφορούσας φήμας. […] Πληροφορηθείς τα περί Λαυρίου κατέφυγε εις τον Στράβωνα ονειροπολών εκατομμύρια…» γράφει ο Επ. Κ. Κυριακίδης στην «Ιστορία του σύγχρονου ελληνισμού. Από της ιδρύσεως του βασιλείου της Ελλάδος μέχρι των ημερών-μας / 1832-1892».

Το εγχείρημα είναι μεγάλο και χρειάζεται κεφάλαιο. Ο Σερπιέρι επιστρέφει στην έδρα της δράσης του, στη Μασσαλία, και ψάχνει για χρηματοδότες και μάλιστα Γάλλους, καθώς προτίθεται να «αξιοποιήσει» τον νόμο ΧΠΑ΄ του 1861, που ανοίγει την πόρτα στις γαλλικές ανώνυμες εταιρείες να εξασκούν τα δικαιώματά τους και στην Ελλάδα (την επόμενη δεκαετία, ο Κουμουνδούρος, μιλώντας στη Βουλή, σημειώνει: «…θέλει αποδειχθή σήμερον εάν ημπορούν εταιρείαι να ζήσουν εν Ελλάδι και να κερδοσκοπήσουν, διότι δεν είναι δυνατόν να έρχονται εταιρείαι εις την Ελλάδα, εάν δεν ημπορούν να κερδοσκοπήσουν…»!)

Ενας Ιταλός στο Λαύριο

Πάντως, ο Ιταλός δεν ψάχνει για πολύ. Πρώτος ενδιαφερόμενος είναι ο Γάλλος Hilarion Roux του τραπεζικού οίκου «I.Roux - Fressynet» και ακολουθεί η χιώτικη οικογένεια Ροδοκανάκη. Τα τρία μέλη ιδρύουν την εταιρεία «Roux - Serpieri - Fressynet C.E.» και τον Απρίλιο του 1864 υποβάλουν στο ελληνικό κράτος μελέτη παραχώρησης εκμετάλλευσης. Η Ελλάδα, όχι μόνο αποδέχεται το αίτημα του Ιταλού επιχειρηματία, αλλά -με βασιλική παραίνεση- παραχωρεί στη γαλλο-ιταλική εταιρεία και έκταση περίπου 11.000 στρεμμάτων για να αναπτύξει το εγχείρημά της. Ο Σερπιέρι δεν αφήνει στιγμή να πάει χαμένη.

Σε χρόνο ρεκόρ στήνει εγκαταστάσεις επεξεργασίας, μεταφοράς, καμίνευσης και φόρτωσης των μεταλλευμάτων σε πλοία. Όσο για το ανθρώπινο δυναμικό, ο πρώτος… τροφοδότης του είναι ντόπιος μικρέμπορος, που γνωρίζει τα κατατόπια. Αυτός γίνεται και ο εργολάβος, που θα πλουτίσει αργότερα στην πλάτη των απελπισμένων για ένα κομμάτι ψωμί συμπατριωτών του… Η συμφωνία είναι να τους προσλαμβάνει εκείνος και κατόπιν να τους «νοικιάζει» στην εταιρεία. Ο Σερπιέρι θα καταβάλλει στον εργολάβο τα μεροκάματα των εργατών, αυτός θα κρατάει τη «σεβαστή» προμήθειά του και τα υπόλοιπα θα φτάνουν μόλις και μετά βίας στα πεινασμένα στόματα των μεταλλωρύχων.

Και από εκεί, που στην αρχαιότητα συντηρούν γενιές και γενιές εργατών σκλάβων, τα μεταλλεία του Λαυρίου έρχονται στην νεότερη πια Ελλάδα να γεννήσουν μια νέα φουρνιά περίπου 3.000 σκλάβων, απομυζώντας τα νιάτα, το σφρίγος, τη δύναμη ρακένδυτων ντόπιων και «ξενομεριτών» που πέφτουν στην ανάγκη του Σερπιέρι.

Καθώς η Ελλάδα διάγει την πρώτη περίοδο της Βασιλευομένης Δημοκρατίας της προσπαθώντας να σταθεροποιήσει το ρευστό πολιτικό σκηνικό της και να βρει ένα ανεξάρτητο modus vivendi, συχνά υποκύπτει στα συμφέροντα των άσπονδων φίλων της, των μεγάλων δυνάμεων Γαλλίας και Ιταλίας. Στην πραγματικότητα, ευρισκόμενη καταμεσής της διελκυστίνδας μεταξύ ανερχόμενου κοινοβουλευτισμού και στέμματος, η χώρα παλεύει ταυτόχρονα να προστατευτεί από τις επιδρομές των ξένων συμφερόντων, που βλέπουν σε αυτήν μία ευτραφή ανέγγιχτη αγελάδα… Στο μεταξύ, ανήσυχοι πληθυσμοί της περιφέρειας, ελεύθεροι πια από τον τουρκικό ζυγό, αλλά αγράμματοι, απαίδευτοι, ταλαιπωρημένοι, πεινασμένοι και κυρίως χωρίς όνειρα και προοπτική, αναζητούν τρόπο να συντηρήσουν τις οικογένειές τους στο άκρο της αττικής γης, που υπόσχεται ένα κομμάτι ψωμί. Αυτοί είναι οι ιδανικοί «συνεργάτες» του δαιμόνιου Ιταλού. Ένας λαός βασανισμένος, «εκπαιδευμένος» από τους Οθωμανούς να δουλεύει αγόγγυστα και να πληρώνει…

Σκληρή δουλειά στα μεταλλεία Λαυρίου

Η δουλειά είναι σκληρή, εξοντωτική, επικίνδυνη. Οι εργάτες πρέπει να ανοίγουν στοές και κάτω από πρόχειρα επισφαλή υπόστεγα, όπου ο φρέσκος αέρας περνάει με το σταγονόμετρο, να σκάβουν με τις ώρες και να εξορύσσουν το μετάλλευμα. Το μεροκάματο για 12 και 14 ώρες δουλειάς επί επτά μέρες την εβδομάδα, δεν ξεπερνά τις 3,5 δραχμές, εκ των οποίων 60 ή 70 λεπτά παίρνει ο εργολάβος! Οι γυναίκες, ενίοτε και τα παιδιά τους, μεταφέρουν χώματα σε φορτηγά πλοία, που είναι αραγμένα στο λιμάνι του Λαυρίου. Και μόνον ότι εργάζονται στον φρέσκο αέρα, η δουλειά τους καθίσταται «ευκολότερη» και λιγότερο αμειβόμενη. Οι εργάτες στα χώματα παίρνουν 2 δραχμές την ημέρα, εκ των οποίων τα 40 λεπτά καταλήγουν στην τσέπη του εργολάβου! Κι όταν η δουλειά τελειώνει κι έρχεται η στιγμή να ξεκουραστούν, μαζεύονται στα υγρά καλύβια που έστησε γι αυτούς το αφεντικό και πλαγιάζουν στα νοτισμένα στρώματα που τους παραχώρησε… Οι μακρινοί «ευεργέτες», εκμεταλλευόμενοι τις δραματικές προσπάθειες της χώρας να σταθεί στα πόδια της, έχουν στήσει και συντηρούν στο Λαύριο μια ολόκληρη χρυσοφόρα πόλη, θεμελιωμένη στην πείνα των εξαθλιωμένων εργατών.

Η δουλειά είναι σκληρή, εξοντωτική, επικίνδυνη. Οι εργάτες πρέπει να ανοίγουν στοές και κάτω από πρόχειρα επισφαλή υπόστεγα, όπου ο φρέσκος αέρας περνάει με το σταγονόμετρο, να σκάβουν με τις ώρες και να εξορύσσουν το μετάλλευμα. Το μεροκάματο για 12 και 14 ώρες δουλειάς επί επτά μέρες την εβδομάδα, δεν ξεπερνά τις 3,5 δραχμές,

Οι αντιπαραθέσεις στο πολιτικό πεδίο συνεχίζονται. Τα χαϊδολογήματα κάποιων εφημερίδων, που συντηρούνται δια της πλαγίας από τον Σερπιέρι και παρουσιάζουν «ιδανικές για τον τόπο και τον εργαζόμενο» τις συνθήκες στο κάτεργο του Λαυρίου, δεν πείθουν…

«Ο πρόεδρος της Βουλής, βουλευταί τινές και άλλοι πολίται μετέβησαν εις Λαύριον […] Οι επισκεφθέντες τα μέρη εκείνα είδον έργα, άτινα διήγειραν την έκπληξιν και τον θαυμασμόν των, επείσθησαν, δε, ότι είναι όνειρον, ότι άλλη τις Εταιρία δύναται να φθάση εις την τελειότητα και το μέγεθος των επιχειρήσεων ας συνετελέσατο η ήδη εργαζομένη εκεί […] Τρισχιλίοι άνθρωποι εισίν οι εν Εργαστηρίοις εργαζόμενοι, η δε άγονος, έρημος και προ τινών ετών νεκρά παραλία εκείνη κατέστη πόλις αξιοθέατος […]» δημοσιεύει την άνοιξη του 1871 η εφημερίδα «Αιών»!

Οι ξένοι βρίσκουν ευκαιρία να παίξουν σκάκι στο ελληνικό πεδίο, καθώς εδώ αποδεικνύεται ότι ο δρόμος ίσαμε την αρχή της δεδηλωμένης και την καθιέρωση του κοινοβουλευτισμού, είναι δύσκολη υπόθεση… Στην κεφαλή της κυβέρνησης εναλλάσσονται με χαρακτηριστική ταχύτητα Δημήτριος Βούλγαρης, Αλέξανδρος Κουμουνδούρος, Επαμεινώνδας Δεληγιώργης, με μικρές σφήνες τον Μπενιζέλο Ρούφο, τον Αριστείδη Μωραϊτίνη και τον Θρασύβουλο Ζαϊμη.

Το μέγα χρηματιστηριακό σκάνδαλο

Τα έτη 1868-69, διαρκούσης της θητείας του Δημητρίου Βούλγαρη στο τιμόνι της χώρας κι ενώ οι επιχειρηματικές δραστηριότητες του Σερπιέρι «αποψιλώνουν» ανενόχλητα -εκτός από τα σπλάχνα- και την επιφάνεια του εδάφους στο Λαυρίου, ο επικεφαλής της αντιπολίτευσης στη βουλή, Επαμεινώνδας Δεληγιώργης καταγγέλλει ότι ο «ξένος επένδυτης» που ήρθε στην Ελλάδα για να δώσει στη χώρα ανάσα ζωής, εκμεταλλεύεται παράνομα τον πλούτο της.

Η σύμβαση που έχει κάνει με το ελληνικό κράτος αφορά εξόρυξη μεταλλεύματος από το υπέδαφος και όχι συλλογή και εκμετάλλευση του εδάφους, λέει ο καταγγέλλων και καλεί τον πρωθυπουργό να απολογηθεί… Εκείνος με τη σειρά του, ανοίγει μέτωπο με τον ξένο επιχειρηματία, ο οποίος ωστόσο ουδόλως πτοείται. Υποστηρίζει πως η υπογεγραμμένη σύμβαση περιλαμβάνει και την εκμετάλλευση του εδάφους και -προχωρώντας απευθείας στο… παρασύνθημα, θαρρείς και δεν υπάρχει δικαστική οδός- προειδοποιεί ότι αν αυτό δεν γίνει κατανοητό από την Ελλάδα, τη διαφορά θα κληθούν να λύσουν οι μεγάλες δυνάμεις! Το «Λαυρεωτικό Ζήτημα» έχει ανοίξει και η ουρά του είναι μακριά… Η Ελλάδα επιμένει και αντιστοίχως επιμένουν η Γαλλία και η Ιταλία, που έχουν ήδη επιστρατευτεί από τον Σερπιέρι. Μάλιστα, μαρτυρίες αυτοπτών, κάνουν λόγο για ελεγκτές του ελληνικού κράτους, που επισκέπτονται τον επιχειρηματία προκειμένου να τον ενημερώσουν για την εκ μέρους του διενεργούμενη παράνομη εκμετάλλευση των υπολειμμάτων μεταλλεύματος και διώκονται από εκείνον πυξ λαξ!

Από τον Ιταλό στην «Ελληνική Εταιρεία Μεταλλουργείων Λαυρίου»

Στο μεταξύ, ο Βούλγαρης παραιτείται και ο βασιλεύς Γεώργιος καλεί τον Δεληγιώργη να βγάλει το φίδι από την τρύπα… Ταυτόχρονα, ο Γεώργιος ζητεί τη βοήθεια του ζάμπλουτου Έλληνα τραπεζίτη, ιδιοκτήτη της Τράπεζας Κωνσταντινουπόλεως, και όχι μόνον, Ανδρέα Συγγρού. Εκείνος, αντί σημαντικών «κινήτρων» εκ μέρους του ελληνικού κράτους, που συνίστανται κυρίως στη μείωση της φορολόγησής του, δέχεται να καταβάλει αντίτιμο στους μετόχους της «Roux - Serpieri - Fressynet C.E.» και οι μετοχές της να μεταβιβαστούν στην τράπεζά του. Έτσι η επιχείρηση θα περάσει σε ελληνικά χέρια, τα στόματα περί ξεπουλήματος της εθνικής περιουσίας θα βουλώσουν και η Ελλάδα θα σώσει τη χαμένη της τιμή…

Η εταιρεία εκμετάλλευσης της λαυρεωτικής γης μετονομάζεται σε «Ελληνική Εταιρεία Μεταλλουργείων Λαυρίου» (ΕΕΜΛ), με κύριο μέτοχο τον Συγγρό. Η νέα εταιρεία νομιμοποιείται να εκμεταλλεύεται τα προϊόντα του εδάφους του Λαυρίου. Δύο χρόνια μετά, το 1875, ο Σερπιέρι θα ιδρύσει μια νέα εταιρεία, τη Γαλλική Εταιρεία Μεταλλείων Λαυρίου, η οποία ασχολείται μόνον και αυστηρά με την εξόρυξη μεταλλεύματος. «Η αρχική εταιρεία του Σερπιέρι κέρδισε τα μέγιστα, δεδομένου ότι είχε βάλει ελάχιστα κεφάλαια. Αυτό που εκχωρήθηκε στη νέα εταιρεία Συγγρού - Σερπιέρι ήταν ελληνικός εθνικός πλούτος» θα επισημάνει στη Σύγχρονη Πολιτική Ιστορία της Ελλάδος ο Σπύρος Μαρκεζίνης.

Αλλά στο μεταξύ, όσο η επίλυση της διαφοράς έχει συρθεί, τόσο η υπόθεση έχει πάρει διαστάσεις μύθου στην ελληνική κοινή γνώμη. Σ΄ εκείνη την κρίσιμη στιγμή της «σωτήριας παρέμβασης» του Συγγρού, οι φήμες που κάνουν λόγο για «κοιτάσματα χρυσού» στα μεταλλεία του Λαυρίου, δεν διαψεύδονται από κανέναν. Οι κακές γλώσσες μάλιστα λένε πως μάλλον υποδαυλίζονται από τον ίδιο τον Συγγρό. Έτσι, η μετοχή της δικής του πια εξορυκτικής εταιρείας εκτοξεύεται στα ύψη και γίνεται ανάρπαστη.

Στην «Ωραία Ελλάδα», το καφενείο στη διασταύρωση των δρόμων Ερμού και Αιόλου, όπου «προδιαγράφεται το μέλλον κυβερνήσεων και πολιτικών ανδρών», τα πηγαδάκια παίρνουν φωτιά. Η υποτιθέμενη «φλέβα χρυσού» του Λαυρίου δίνει ελπίδα στους νοικοκύρηδες, που έχουν προλάβει να κάνουν ένα κομπόδεμα, ανοίγει την όρεξη τυχοδιωκτών και «γεννά» όνειρα ακόμα και στους πλέον αναξιοπαθούντες Έλληνες, που δανείζονται για να αποκτήσουν μετοχές της εταιρείας. Ακόμα και εταιρείες νεότευκτες, πολλά υποσχόμενες, αναστέλλουν τη δραστηριότητά τους για να μπουν στον φρενήρη επενδυτικό χορό… Όλοι σπεύδουν να αγοράσουν! Η φρενίτιδα διαρκεί για λίγες μόνον εβδομάδες και κάποτε η φούσκα σκάει και η… επένδυση γκρεμοτσακίζεται! Εν μία νυκτί η αξία της κάθε μετοχής πέφτει κατά 70%! Η για αιώνες φτωχοποιημένη Ελλάδα φτωχοποιείται εκ νέου στο όνομα συμφερόντων που κατέχουν καλά το χρηματιστηριακό παιχνίδι…

Ο Εμμανουήλ Ροΐδης και οι μετοχές της εταιρείας του Λαυρίου

Ο Εμμανουήλ Ροΐδης, θύμα και ο ίδιος των Λαυρεωτικών, έχοντας απολέσει όλη του την περιουσία αγοράζοντας μετοχές της εταιρείας Λαυρίου, θα γράψει σε σαρκαστικό άρθρο του υπό τον τίτλο «Η σκνίπα»: «Στην προγονική μας ιστορία άφησε εποχή η κάθοδος των Ηρακλειδών. Οι απόγονοί μας, όμως, θα μνημονεύουν για πάντα την κάθοδο των ομογενών.

Οι ιστορικοί, μετά από χίλια χρόνια, θα διηγούνται ότι στα μέσα του 19ου αιώνα, επέδραμε στην Αττική, από τα παράλια του θρακικού Βοσπόρου, μία φυλή ανθρώπων, που καυχιόντουσαν για την ελληνική καταγωγή τους και τον πατριωτισμό τους. Οι επιδρομείς αυτοί καθοδηγούνταν από ένα στρατηλάτη που επέβαινε σε ίππο, είχε πλατιά ρουθούνια, μακριά δόντια, οφθαλμούς που εξείχαν, φορούσε δε κεντητά πουκάμισα και αφαιρούσε τον άρτο από το στόμα των φτωχών. […] Άλλος πάλι ιστορικός θα παρατηρούσε ότι αδικήθηκαν οι ομογενείς, που χαρακτηρίστηκαν απλά ως ψωμάρπαγες, ενώ απεναντίας ήταν σαρκοβόροι και μάλιστα ανθρωποφάγοι, τρεφόμενοι από κρέας αυτοχθόνων, που τους συλλάμβαναν με ειδική παγίδα, δικής τους εφευρέσεως, την οποία αποκαλούσαν ΜΕΤΟΧΗ!».

Σε κάθε περίπτωση, ο Σερπιέρι εξακολουθεί να σέρνει το άρμα του Λαυρίου. Ο Συγγρός είναι τραπεζίτης και από γη δεν ξέρει. Καθώς λοιπόν οι μετοχές της εταιρείας κατρακυλούν, ακόμη κι αν έχουν πλουτίσει ολίγες τσέπες, η ζωή των μεταλλωρύχων δυσκολεύει ακόμη περισσότερο.

Σύμφωνα με την ιστορία του Ιω. Κορδάτου, προϊόντος του χρόνου, δύο φορές, το 1883 και το 1887, οι εργάτες επιχείρησαν ανεπιτυχώς να απεργήσουν διεκδικώντας μεγαλύτερα μεροκάματα, καθιέρωση της Κυριακής ως αργίας, και έργα υποδομής που να τους προστατεύουν από ατυχήματα. Στο μεταξύ, κατά την καταγραφή του ιστορικού, δεν περνούσε εβδομάδα χωρίς ατύχημα, χωρίς αίμα, χωρίς κλάμα. «Η δε εταιρεία, όταν κάποιος εργάτης σακατευόταν στη δουλειά, τον πετούσε σαν την τρίχα από το ζυμάρι, χωρίς να τον αποζημιώνει»…

Πριν το γύρισμα του αιώνα και καθώς διαπιστώνουν πως δεν έχουν πια να περιμένουν πολλά ούτε από το κράτος, που περί άλλων τυρβάζει ούτε ασφαλώς από την εργοδοσία τους, οι μεταλλωρύχοι του Λαυρίου αποφασίζουν να κάνουν το μεγάλο βήμα. Έχει προηγηθεί η μεγάλη απεργία των εργατών στα ναυπηγεία της Σύρου (1879), με θετικά γι αυτούς αποτελέσματα και ορκίζονται να ακολουθήσουν με αντίστοιχη επιτυχία…

8 Απριλίου 1896

Αυτή τη φορά οργανώνονται καλύτερα. Θα απέχουν από τις στοές έως ότου ικανοποιηθούν και τα δικά τους αιτήματα. Τα ξημερώματα της 8ης Απριλίου του 1896, οι μεταλλωρύχοι δεν πιάνουν δουλειά. Κλείνουν τις εισόδους των στοών και προβάλλουν τα αιτήματά τους. Εκτός από την αύξηση του μεροκάματου και την καθιέρωση της κυριακάτικης αργίας, ζητούν να ανεγερθεί νοσοκομείο, όπου θα μπορούν άμεσα και ασφαλώς να περιθάλπονται όταν τραυματίζονται στη δουλειά, σπίτια της προκοπής για να μην πεθαίνουν από τη φυματίωση που θερίζει αδιακρίτως και κατάργηση των εργολάβων.

Έχοντας την εμπειρία των προηγούμενων εγχειρημάτων ο Σερπιέρι έχει προετοιμάσει την εναλλακτική του. Βρίσκεται ήδη σε επαφή με τις δυνάμεις καταστολής, που αναλαμβάνουν να… συνετίσουν τους απεργούς κι επιπλέον, είναι αποφασισμένος, αν η αποχή τραβήξει σε μάκρος, να τους αντικαταστήσει.

Αρχικά, μία επιτροπή εργατών επιχειρεί να πλησιάσει το γραφείο της διοίκησης για να εκθέσει τα αιτήματα στον διαχειριστή της εργοδοσίας. Αλλά κάποιοι από την προσωποφρουρά του Σερπιέρι πυροβολούν στο ψαχνό, πυροδοτώντας οργή. Με τους πυροβολισμούς, δύο μεταλλωρύχοι πέφτουν νεκροί και οι υπόλοιποι ορμούν μανιασμένοι στο εσωτερικό του κτηρίου της διοίκησης, όπου ποδοπατούν μπράβους του επιχειρηματία και καίνε ό,τι βρίσκουν. Ο Σερπιέρι που βρίσκεται στη βίλα του, σε μικρή απόσταση από τις εγκαταστάσεις των μεταλλείων, φυγαδεύεται.

Νεκροί και τραυματίες

Στον τόπο καταφθάνει η αστυνομία, αλλά οι απεργοί δεν υποχωρούν. Τότε η κυβέρνηση στέλνει στρατό κι ένας νέος κύκλος συμπλοκών ανοίγει. Άλλοι δύο μεταλλωρύχοι πέφτουν νεκροί. Ένας ακόμη τραυματίζεται και εκπνέει αργότερα. Η απεργία λήγει στις 21 Απριλίου. Το κέρδος είναι μια πεντάρα! Τόση αύξηση πετυχαίνουν στο μεροκάματό τους οι απεργοί και τίποτε από τα υπόλοιπα αιτήματα. Βάζουν, όμως, το θεμέλιο λίθο για τους κατοπινούς αγώνες τους, που έτσι κι αλλιώς δεν διαρκούν πολύ.

Έχοντας προσαρμοστεί στις διακυμάνσεις της ιστορίας (μικρασιατική καταστροφή, παγκόσμιοι πόλεμοι κ.λ.π.) και υποστεί όλες τις συνέπειές της, τα μηχανήματα στο Λαύριο σιγούν δια παντός, το 1977 για μεταλλευτικές εργασίες και το 1982 για μεταλλουργικές. Γράφει για το ΑΠΕ-ΜΠΕ η Τόνια Α. Μανιατέ

Πηγή: iefimerida.gr - https://www.iefimerida.gr/stories/layreotiki-125-hronia-apo-tin-apergia

Δευτέρα 5 Απριλίου 2021

Τα όρια της ελευθερίας και του ελέγχου

 Με αφορμή το #MeToo ανοίγει και στην Ελλάδα ο διάλογος για εφαρμογή ή μη κανόνων στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης (κείμενο από το διαδίκτυο)

Τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης (social media) έχουν επιδοκιμαστεί σαν τη φωτιά που έδωσε ο Προμηθέας στους ανθρώπους στερώντας από τους «θεούς» της ενημέρωσης και των θεσμών πολιτικής και κοινωνικής ισχύος την εξουσία να ορίζουν την αλήθεια και το ψέμα, το σωστό και το λάθος, το δίκαιο και το άδικο.

Υποτίθεται λοιπόν ότι εισάγουν ένα νέο Διαφωτισμό. Απλώνουν παντού μια ιδεατή «αρχαία Αγορά», αποδυναμώνουν τους μηχανισμούς επιβολής των κατεστημένων αληθειών και συμβάλλουν στη χειραφέτηση του ατόμου μέσα σε μια κοινωνία μεγαλύτερης δικαιοσύνης και δημοκρατίας.

Ταυτόχρονα, κατηγορούνται ότι επιτρέπουν στο άτομο να εξυφαίνει τις δικές του αλήθειες και τα δικά του γεγονότα χάρη στο φαινόμενο της θετικής ανατροφοδότησης βάσει του οποίου σχεδόν οποιαδήποτε υπόθεση μπορεί να αναχθεί σε «αλήθεια» εφόσον συγκεντρωθούν αρκετοί που θα την επικροτήσουν (με like). Το φαινόμενο αυτό καταλήγει στην εδραίωση δοξασιών εντελώς ανεξάρτητων ακόμα και από την επιστημονική λογική –εμπειρική ή πειραματική– εγκλωβίζοντας την κοινωνία σε έναν νέο Μεσαίωνα.

Πολύ περισσότερο όταν το σημείο τομής ανάμεσα στην ψυχολογία του πλήθους και στα social media μπορεί να γίνει αντικείμενο εκμετάλλευσης από σκιώδεις παράγοντες (από πολιτικά κόμματα ως μυστικές υπηρεσίες) καταλήγοντας στη χειραγώγηση του ατόμου και στη μετατροπή της κοινωνίας σε ακυβέρνητη Βαβέλ. Η συζήτηση αυτή που άνοιξε πρόσφατα λόγω της εφόδου του όχλου στο Καπιτώλιο πήρε μια νέα διάσταση στη χώρα μας εξαιτίας της σφοδρότητας με την οποία οι απόψεις σε ό,τι αφορά την υπόθεση #MeToo εκφράζονται στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης. Το ερώτημα που απασχολεί τις δυτικές χώρες είναι απλό: Πρέπει να υπάρξουν κανόνες στα social media ή κάθε παρέμβαση ισοδυναμεί με αντιδημοκρατική χειραγώγηση;

Προστατεύοντας την ελευθερία έκφρασης

ΓΙΩΡΓΟΣ Ν. ΤΖΟΓΟΠΟΥΛΟΣ*

Πριν από λίγες μέρες πραγματοποιήθηκε στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο συζήτηση για τον τρόπο με τον οποίο μπορεί να συνδυαστεί η προστασία της ελευθερίας έκφρασης με την καταπολέμηση της σκόπιμης παραπληροφόρησης. Ζητούμενο είναι η διαμόρφωση ενός ρυθμιστικού πλαισίου για τη βελτίωση του τρόπου λειτουργίας των ιδιωτικών εταιρειών τεχνολογίας, που αναδεικνύονται σε βασικό πυλώνα ενημέρωσης των πολιτών. Η δυσκολία του εγχειρήματος είναι πως, ενώ από τη μία πλευρά πρέπει να περιοριστεί η ισχύς των ιδιοκτητών των εταιρειών αυτών, από την άλλη παραμένει αμφίβολο κατά πόσον μπορεί να επιτευχθεί ποιοτικός και αποτελεσματικός έλεγχος στη διανομή των πληροφοριών, ώστε αυτός να μη θυμίζει λογοκρισία.

Στον απόηχο των δραματικών εξελίξεων των αρχών του Ιανουαρίου στις Ηνωμένες Πολιτείες, Ευρωπαίοι πολιτικοί, μεταξύ αυτών η καγκελάριος Αγκελα Μέρκελ, διαφώνησαν με την πολιτική τεχνολογικών επιχειρήσεων όπως το Twitter και το Facebook, να αποκλείσουν τον Ντόναλντ Τραμπ –ακόμα τότε εν ενεργεία πρόεδρο– από τις πλατφόρμες κοινωνικής δικτύωσής τους. Σε χαρακτηριστικό του άρθρο ο επίτροπος Τιερί Μπρετόν έκανε λόγο «για την 11η Σεπτεμβρίου των κοινωνικών μέσων». Ηδη από τον Δεκέμβριο η Ευρωπαϊκή Επιτροπή είχε καταθέσει προτάσεις για την καλύτερη προστασία του ψηφιακού χώρου των 27 κρατών-μελών. Αυτό που, μεταξύ άλλων, εισηγείται είναι πως ό,τι είναι παράνομο στην πραγματική ζωή πρέπει να θεωρείται παράνομο και στο Διαδίκτυο.

H Eυρωπαϊκή Ενωση πράττει ορθώς που κινείται με γνώμονα την προστασία των δημοκρατικών αξιών. Αλλωστε, η ενεργοποίησή της μπορεί να συμβάλει σε έναν ποιοτικό διάλογο με τις Ηνωμένες Πολιτείες, καθώς οι δύο πλευρές συνεργάζονται στο πλαίσιο του καινούργιου τεχνολογικού συμβουλίου που έχουν ιδρύσει. Αν και ο αποκλεισμός του Τραμπ από τις πλατφόρμες μέσων κοινωνικής δικτύωσης δεν θεωρείται παράνομος στην Αμερική, η πολιτική των Βρυξελλών συνάδει με τις γενικότερες ανησυχίες της Ουάσιγκτον. Ενα είδος προληπτικής αυτορρύθμισης εταιρειών όπως το Facebook και το Twitter ίσως δώσει λύση στο υπάρχον δίλημμα. Η ελευθερία έκφρασης των πολιτών δεν μπορεί να συγχέεται με τον εξτρεμισμό ή τη ρητορική μίσους. Εδώ ακριβώς υπάρχει περιθώριο να βρεθεί κοινός τόπος μεταξύ των τεχνολογικών επιχειρήσεων και των κανόνων που θα διαμορφωθούν στην Ευρώπη και την Αμερική.

Προτεραιότητα, λοιπόν, είναι η ελευθερία έκφρασης. Αλλά η επίκληση της ελευθερίας έκφρασης επιβάλλεται να ακολουθείται από χάραξη συγκεκριμένης στρατηγικής. Εδώ ακριβώς υπεισέρχεται η πολιτική. Το βάθος της συζήτησης για τα κοινωνικά μέσα και τη δημοκρατία στις δυτικές κοινωνίες είναι πολύ μεγαλύτερο από το ρυθμιστικό πλαίσιο, που προβλέπεται πολύπλοκο και δυσνόητο. Οι νέοι ηγέτες την εποχή του Ιντερνετ καλούνται να ισορροπούν μεταξύ της αξιολόγησης των επιφανειακών και συναισθηματικών αντιδράσεων των χρηστών του Διαδικτύου και της απαραίτητης προνοητικότητας και μακρόπνοης λογικής στην άσκηση πολιτικής. Οι δυτικές κοινωνίες, όμως, ακόμα δεν έχουν βρει τον κατάλληλο τρόπο να χρησιμοποιούν τις σύγχρονες τεχνολογίες, κατανοώντας τις πιθανές μελλοντικές τους κατευθύνσεις.

* Ο δρ Γιώργος Ν. Τζογόπουλος είναι καθηγητής Διεθνών Σχέσεων στο Ευρωπαϊκό Ινστιτούτο της Νίκαιας, και Fellow στο ΕΛΙΑΜΕΠ και στο Kέντρο Στρατηγικών Σπουδών Μπέγκιν-Σαντάτ του Ισραήλ.

Ποιος θα ρυθμίσει τις πλατφόρμες;

ΗΛΙΑΣ ΝΙΚΟΛΑΪΔΗΣ*

Tο καλοκαίρι του 2011 τριάντα Ισραηλινοί διαπίστωσαν ότι η τιμή του τυριού κότατζ στα σούπερ μάρκετ είχε αυξηθεί δυσανάλογα. Αποφάσισαν να αντιδράσουν: ίδρυσαν μια ομάδα στο Facebook και άρχισαν να ζητούν μποϊκοτάζ στο προϊόν μέχρι να πέσει η τιμή του. Η ομάδα έγινε γρήγορα δημοφιλής και τα μέλη της από τριάντα έφτασαν τις 100.000. Εξι χρόνια αργότερα, τρεις οικονομολόγοι μελέτησαν τις συνέπειες αυτής της μικρής καμπάνιας, που δεν καλούσε σε καμία επανάσταση, ούτε καν αφορούσε κάποιο προϊόν πρώτης ανάγκης. Τα αποτελέσματα ήταν μάλλον εντυπωσιακά: οι πωλήσεις του τυριού κότατζ είχαν πράγματι μειωθεί, πολύ περισσότερο όμως στις περιοχές όπου τότε το Facebook είχε μεγάλη διείσδυση. Εγινε σαφές ότι τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης διαθέτουν μεγάλη δύναμη. Αργότερα, η επιρροή τους συνδέθηκε με τις εξεγέρσεις της Αραβικής Ανοιξης αλλά και με την άνοδο λαϊκιστικών κομμάτων στην Ευρώπη και στις ΗΠΑ. Αντίθετα με τις πωλήσεις του τυριού κότατζ στο Ισραήλ, είναι πολύ πιο δύσκολο κάποιος να μετρήσει τη συμβολή των social media σε αυτές τις περιπτώσεις.

Σήμερα γνωρίζουμε αρκετά καλά την εσωτερική λειτουργία των μεγάλων πλατφορμών. Ολα τα δημοσιεύματα για τους «καθαριστές» του Facebook και του Youtube αποτελούν σπαρακτικά αναγνώσματα. Περιγράφουν ανθρώπους που εργάζονται σε ασφυκτικές συνθήκες και έρχονται καθημερινά σε επαφή με πελώριες ποσότητες αποκρουστικού οπτικοακουστικού υλικού, προκειμένου να αποφασίσουν τι θα δημοσιευθεί και τι όχι. Γνωρίζουμε επίσης ότι οι ίδιες πλατφόρμες συνεργάζονται με εταιρείες που ελέγχουν δημοσιεύματα για την ακρίβειά τους και προσθέτουν ειδική σήμανση. Επιπλέον, είναι οι ίδιοι που ισχυρίζονται ότι έχουν τροποποιήσει τους αλγορίθμους τους, ώστε να αποφεύγεται η πόλωση. Πιο πρόσφατα, έσβησαν ακόμη και τον λογαριασμό του Ντόναλντ Τραμπ.

Ομως το πρόβλημα μυστηριωδώς παραμένει. Κάθε φορά που στη δημόσια σφαίρα ανακύπτει ένα διχαστικό θέμα, στον κυβερνοχώρο συναντάει κάποιος τις πιο ακραίες, συναισθηματικά φορτισμένες και συχνά τοξικές εκδοχές του. Ακόμη και σήμερα οι πλατφόρμες κοινωνικής δικτύωσης αποτελούν τον βασικό χώρο όπου ενδημούν οι αντιεμβολιαστές και κάθε είδους ψέματα και θεωρίες συνωμοσίας. Δεν είναι σαφές πόσους τελικά επηρεάζουν όλα αυτά, όμως παραμένουν εκεί, στην ψηφιακή θέση τους.

Επομένως, αντί κάποιος να ζητάει από τις πλατφόρμες να αυτορρυθμιστούν είναι καλό να ρίξει μια ματιά στα κίνητρα που έχουν προκειμένου να το κάνουν. Δεν είναι σπουδαία. Η αγορά αυτή υπάρχει μόνο όταν προσελκύει εκατοντάδες εκατομμύρια χρήστες που έχουν κάποιο λόγο να δημοσιεύουν όσο πιο συχνά γίνεται. Οι μεγάλες πλατφόρμες αποσπούν αδιανόητες ποσότητες δεδομένων από τους χρήστες τους, τα οποία αναλύουν και έπειτα αναζητούν συνεχώς τρόπους να τους κρατούν συνεχώς ενεργούς, σε εγρήγορση. Οι ίδιες γνωρίζουν καλά αν η συντήρηση της πόλωσης είναι ένας από αυτούς τους τρόπους.

Πολλοί, ανάμεσά τους το Ηνωμένο Βασίλειο, η Αυστραλία, ο ΟΟΣΑ και η Ε.Ε., αναζητούν αποτελεσματικούς τρόπους να ρυθμιστούν οι πλατφόρμες. Είναι μια άσκηση ισορροπίας που πρέπει να λυθεί περίπου στα τυφλά. Πώς μπορεί μια αγορά που καινοτομεί διαρκώς να ρυθμιστεί χωρίς να ανακοπεί η δυναμική της; Παίρνουν οι πλατφόρμες από την αξία που δημιουργείται αυτό που δικαιούνται ή περισσότερο; Ποιο είναι το κόστος για κάποιον έμπορο ή για κάποιον χρήστη που δεν έχει παρουσία στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης; Πρόκειται για ερωτήσεις χωρίς σαφείς απαντήσεις, ακόμη. Ωστόσο, από μια πιο αισιόδοξη οπτική παρόμοιες ερωτήσεις υπήρχαν και όταν έπρεπε να ρυθμιστεί η τηλεόραση, το ραδιόφωνο και ο Τύπος παλιότερα, και τελικά απαντήθηκαν.

* Ο κ. Ηλίας Νικολαΐδης είναι δημοσιογράφος, senior editor στον οργανισμό διαΝΕΟσις.