Τετάρτη 8 Αυγούστου 2012

ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΗ ΓΛΩΣΣΑ 15


Πόθοι γονέων παιδεύουσι τέκνα
Αναζητούν τη δική τους αυτοεκτίμηση μέσα από τις επιτυχίες των παιδιών τους
 «Πάρτο απόφαση. Εγώ θέλω να γίνω μια καλή οπερατέρ. Τελεία και παύλα. Ούτε σκηνοθεσίες ούτε νουθεσίες. Εάν θέλεις να γυρίσεις ταινία γίνε, εσύ, σκηνοθέτης. Δεν είσαι και στην πρώτη νιότη, αλλά με λίγη προσπάθεια κάτι θα κάνεις. Εμένα μου αρκεί να γίνω μια καλή τεχνικός», είπε. «Ακόμη και ο καλός τεχνικός χρειάζεται και λίγη θεωρία», πρόλαβα να ψελλίσω. Μου έριξε μία από εκείνες τις υποτιμητικές ματιές που αρκούν για να σου χαλάσουν τη μέρα και εξαφανίστηκε.
Ο λόγος της έπεσε πάνω μου σαν κεραυνός. Κι όλα αυτά από μια τυχαία αφορμή, από μια σπίθα που δεν συνειδητοποιείς πώς άναψε. Κι έπειτα, ως συνήθως, οι λέξεις πέφτουν σαν καρφάκια για να τις θυμάσαι μια ολόκληρη ζωή.
Κι εγώ που μόλις χθες μετά την ταινία «Vicky Cristina Barcelona» την φανταζόμουν να γίνεται κάποτε ο θηλυκός Γούντι Αλεν του ευρωπαϊκού κινηματογράφου, πώς θα χωρέσω μέσα μου τέτοια ματαίωση;
Μήπως αντί για Γούντι προκύψει μια «καριέρα» σαν αυτή που έχει η πρωταγωνίστριά του, η Cristina; Η Αμερικανιδούλα που είχε στο ενεργητικό της όλη κι όλη μια ταινία 12 λεπτών; Aυτή που περιφερόταν με μια φωτογραφική μηχανή στη Βαρκελώνη και στα 25 της ακόμη αναρωτιόταν «τι θα γίνει όταν μεγαλώσει». Αλλωστε και η κόρη μου όλο και μου πετάει τελευταία ότι η επόμενη ξένη γλώσσα που θα μάθει, μετά τα Αγγλικά και τα Γερμανικά, θα είναι τα Ισπανικά. Λες να;
Εντάξει, με τη μουσική το πήρα απόφαση. Υστερα από έξι χρόνια μαθήματα πιάνου και τα ιδιαίτερα στην κιθάρα και το ντραμς, κατάλαβα νωρίς ότι δεν θα εισέπραττα ποτέ ένα μεγάλο «μπράβο» γιατί μεγάλωσα την καλύτερη σολίστ σε συνθέσεις του Ραχμάνινοφ.
Πόσες φορές δεν έπλασα την ίδια σκηνή. Η μικρή μου να παίζει πιάνο. Το κοινό να κρατάει την ανάσα του από τη συγκίνηση. Και στο φινάλε να μη σταματά το χειροκρότημα. Κι εγώ στην πρώτη σειρά να καμαρώνω. Εως και τις κουρτίνες της αυλαίας τις φανταζόμουν από πορφυρό βελούδο να πέφτουν βαριές στη σκηνή.
Δεν λέω, αγαλλιάζει η ψυχή μου όταν και τώρα πού και πού την ακούω να παίζει πιάνο για το κέφι της. Αλλά, πώς να το κάνουμε, άλλο πράγμα είναι το κοινό, η επιβράβευση και κυρίως η αναγνώρισή... μου.
Ομως και στο μπάσκετ, που την έσπρωξα από νήπιο, δεν πρόλαβα να χτίσω όνειρα. Αλλωστε, ο πατέρας της είχε πάντα την κακή συνήθεια να μου θυμίζει ότι η μεγαλύτερη ομοιότητα που έχει η μικρή με μένα είναι το ύψος. Αν και πάντα πίστευα ότι κάπου, κάποτε υπήρξε μια υψηλή γιαγιά, το πήρα απόφαση νωρίς και την έγραψα, παράλληλα, σε σχολή χορού. Πέρασαν χρόνια, αλλά δεν εννοώ να πιστέψω ότι κι εδώ έπεσα τόσο πολύ έξω στις προσδοκίες μου να γίνει ένας θηλυκός Παπαϊωάννου.
Πάλι εκείνη με επανέφερε στην πραγματικότητα κάθε φορά που ανακάλυπτα αναποδογυρισμένη τη φωτογραφία στην πιο περίοπτη θέση του καθιστικού. Αυτήν που την έδειχνε νήπιο να χορεύει στη «Λίμνη των κύκνων» του Τσαϊκόφκσι σε μία από εκείνες τις παραστάσεις της Σχολής στις αρχές του καλοκαιριού. Φυσικά, τότε, δεν θεωρούσα καθόλου απίθανο ότι μεγαλώνω μια μικρή Πλισέτσκαγια. Αν έπαιζε; Φαντάζομαι στα διαλείμματα του σχολείου. Και τις Κυριακές. Υπήρχαν και καλοκαιρινές διακοπές. Δεν αρκούσε; Με τόσες δραστηριότητες, ξένες γλώσσες, μουσική, χορός, μπάσκετ και διάβασμα για το σχολείο, πού να μείνει χρόνος για παιχνίδι. Αργότερα ήλθαν και τα φροντιστήρια. Αλλωστε, έπρεπε να τρέξει για να προλάβει τις προσδοκίες μου.
Οπως τρέχουν σήμερα χιλιάδες παιδιά για να ικανοποιήσουν τους απραγματοποίητους πόθους των γονιών που ζουν τη ζωή τους μόνο μέσα από τη ζωή των παιδιών τους. Που αναζητούν τη δική τους αυτοεκτίμηση μέσα από τις επιτυχίες των παιδιών, εξωθώντας τα συχνά και σε έναν ηρωισμό που οι ίδιοι δεν θα τολμούσαν ποτέ να έχουν. Κάποτε όμως τα παιδιά μας ξαφνιάζουν όταν βρίσκουν τον ηρωισμό «να γίνουν αυτό που είναι» και να μας αποκαλύψουν.
Οι προσδοκίες μας ίσον ενοχές για το παιδί
«Οι νόμοι της ψυχής πάντως», γράφει ο Lucio Della Seta, ψυχαναλυτής της σχολής του Jung, «δεν επιτρέπουν να διαμορφώνουμε θετική γνώμη για τον εαυτό μας μέσα από επιτυχίες άλλων, έστω κι αν αυτοί οι άλλοι είναι τα παιδιά μας. Μπορεί να νιώσουμε ικανοποιημένοι. Αυτό ναι. Aλλά αν θελήσουμε να πείσουμε τον εαυτό μας ότι το καλό μας αποτέλεσμα οφείλεται στη δική μας αξία, νιώθουμε τη γεύση της αυταπάτης και η πρωτογενής αρνητική ψυχική κατάσταση δεν αλλάζει. Η προσδοκία μετατοπίζεται πάντοτε στο μέλλον και τροφοδοτείται από τον εαυτό της. Ετσι, το παιδί αναγκάζεται να ζει με ένα διαρκές ενοχικό συναίσθημα. Εισπράττει την αίσθηση της ανικανότητας για τον εαυτό του, αφού δεν μπορεί να εκπληρώσει τις προσδοκίες των άλλων» (Eκδόσεις Iταμος, σελ. 114). (από τον ημερήσιο τύπο)

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου